υπερθαρσώ

υπερθαρσώ
και αττ. τ. ὑπερθαρρῶ,-έω, Α
έχω υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + θαρσῶ / θαρρῶ «έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”